όρος2 [ˈɔrɔs] SUBST r.m.
1. όρος (προϋπόθεση, συνθήκη):
-
όρος
-
Bedingung r.ż.
2. όρος (σε συμβόλαιο, αγορά):
-
όρος
-
Kondition r.ż.
-
όρος
-
Bedingung r.ż.
-
όροι r.m. l.mn. συμβολαίου
-
(γενικοί) όροι r.m. l.mn. συναλλαγών
-
Abänderungsvertrag r.m.
-
εκπλήρωση r.ż. των όρων συμβολαίου
-
Vertragserfüllung r.ż.
3. όρος (ονομασία έννοιας):
-
όρος
-
Terminus r.m.
-
όρος
-
Begriff r.m.
-
ειδικός όρος
-
Fachbegriff r.m.
-
Hauptbegriff r.m.