grecko » niemiecki

I . τρυγ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈɣɔ] VERB cz. nieprzech. (μαζεύω σταφύλια)

II . τρυγ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈɣɔ] VERB cz. przech.

1. τρυγώ (σταφύλια):

2. τρυγώ przen. (τους καρπούς των κόπων μου):

3. τρυγώ przen. (εκμεταλλεύομαι):

τρύγος [ˈtriɣɔs] SUBST r.m.

τράγος [ˈtraɣɔs] SUBST r.m.

1. τράγος ZOOL.:

Ziegenbock r.m.

2. τράγος ANAT. (αφτιού):

Tragus r.m.

I . τρυπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈpɔ] VERB cz. przech.

1. τρυπώ (ανοίγω τρύπα):

2. τρυπώ (με τρυπάνι):

3. τρυπώ (έγγραφο):

4. τρυπώ (διατρυπώ):

II . τρυπ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [triˈpɔ] VERB cz. nieprzech.

τρυγόνι [triˈɣɔni] SUBST r.n.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский