grecko » niemiecki

διατυπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiatiˈpɔnɔ] VERB cz. przech.

1. διατυπώνω (μεταθέτω τις σκέψεις μου σε λόγο):

2. διατυπώνω (εκθέτω: απόψεις κτλ):

διατύπωσ|η <-εις> [ðiaˈtipɔsi] SUBST r.ż.

1. διατύπωση (έκφραση σκέψης) MAT.:

Formulierung r.ż.

διατυμπανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiatimbaˈnizɔ] VERB cz. przech.

διατυμπάνισ|η <-εις> [ðiatimˈbanisi] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский